Ευαγγελιστές

Ευαγγελιστές
Ευαγγελιστές οι
Евангелисты (благовестники) (Еф. 4, 11) – авторы четырех канонических Евангелий – Матфей, Марк, Лука и Иоанн. Первый и последний были из двенадцати, а второй и третий из семидесяти апостолов

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Ευαγγελιστές" в других словарях:

  • Ευαγγελιστές — Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται στην Καινή Διαθήκη οι κήρυκες του Ευαγγελίου. Ο όρος Ε. όμως περιορίστηκε στους συγγραφείς των τεσσάρων Ευαγγελίων (Μάρκο, Ματθαίο, Λουκά και Ιωάννη) από την εποχή του Ιππόλυτου και του Τερτυλλιανού. Ο… …   Dictionary of Greek

  • ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • αντιμήνσιο — Είδος φορητού θυσιαστηρίου, υποκατάστατου της Αγίας Τράπεζας, σε περιπτώσεις που η χρήση της δεν είναι δυνατή, π.χ. σε ιεροτελεστίες στην ύπαιθρο, σε στρατόπεδα κλπ. (αντί + λατ. mensa= τράπεζα). Το α., του οποίου η χρήση ανάγεται στον 8o αι.,… …   Dictionary of Greek

  • κάνα — Χωριό της Γαλιλαίας, γνωστό από την Καινή Διαθήκη. Εκεί ο Ιησούς πραγματοποίησε (κατά τους Ευαγγελιστές) το πρώτο του θαύμα, μετατρέποντας το νερό σε κρασί κατά τη διάρκεια ενός γάμου. Από την Κ. καταγόταν ο μαθητής του Ιησού, Ναθαναήλ. Το… …   Dictionary of Greek

  • ραββί — ο / ῥαββί, ΝΜΑ, και ραβί Ν, και ῥαββίς και ῥαββονί και ῥαββουνί Α (κυρίως στην Καινή Διαθήκη) 1. τίτλος που αποδίδεται από τους Εβραίους στους επίσημους ερμηνευτές τού Νόμου και τής Γραφής, μέγας διδάσκαλος τού Μωσαϊκού Νόμου 2. (στους… …   Dictionary of Greek

  • τετράθηρος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερα ζώα («τετράθηρον ἅρμα τῶν εὐαγγελίων» οι τέσσερεις ευαγγελιστές, Ιωάνν. Χρυσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + θηρος (< θήρ, θηρός «άγριο ζώο, θηρίο»), πρβλ. πολύ θηρος] …   Dictionary of Greek

  • χερουβείμ — Βιβλικές φτερωτές μορφές με ανθρώπινο σχήμα, η αρχική λειτουργία των οποίων ήταν να κρατούν μακριά από τους ιερούς τόπους τους ανθρώπους που ήταν αμαρτωλοί και τα κακά πνεύματα. Γι’ αυτό στην Παλαιά Διαθήκη εμφανίζονται ως φύλακες του επίγειου… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Σοφία — I Ο ονομαστός βυζαντινός ναός της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση μετατράπηκε σε τζαμί και τώρα είναι μουσείο. Η Α.Σ. είναι ένα από τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του χριστιανισμού και η οικοδόμησή της, σύμφωνα με μια παράδοση,… …   Dictionary of Greek

  • Άλμπρεχτ, Τζέικομπ — (Jacob Albrecht, 1759 – 1808). Αμερικανός μεθοδιστής, ιδρυτής της αίρεσης των μεθοδιστών. Το 1800 ίδρυσε στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ τη μεθοδιστική κοινότητα των Αλμπρεχτιανών αδελφών, που τα μέλη της ήταν Αμερικανοί γερμανικής καταγωγής. Το 1816,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»